- βραδυ-
- [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώαρχ.βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελήςνεοελλ.βραδύπλους2. Αυτό που γίνεται ή που κάνει κανείς αργά, με βραδύτητα. Πρβλ. αρχ. βραδυδινής, βραδυθάνατος(αρχ. -μσν.) βραδυπόροςνεοελλ.βραδυκαής, βραδύκαυστος, βραδύπηκτος, βραδυφλεγής, βραδύφλεκτος3. Τη δυσκολία να γίνει αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό. Πρβλ. βραδύγλωσσος, βραδύνους, βραδύπεπτος, βραδύπνουςαρχ.βραδυλαλώ, βραδυστομώνεοελλ.βραδύλαλος4. Αυτό που γίνεται ή που κάνει κανείς μετά από πολύ χρόνο, αργά. Πρβλ. αρχ. βραδύκαρπος, βραδυτόκος. Το βραδυ- χρησιμεύει επίσης στον σχηματισμό όρων της ξένης επιστημονικής ορολογίας. Πρβλ. γαλλ. bradyglossie (ελλ. βραδυγλωσσία), αγγλ. bradycardia, γαλλ. bradycardie, γερμ. Bradykardie (ελλ. βραδυκαρδία), γαλλ. bradylalie, γερμ. Bradylalie (ελλ. βραδυλαλία), γαλλ. bradyurie (ελλ. βραδυουρία), γαλλ. bradypnee, γερμ. Bradypnoe (ελλ. βραδύπνοια), γαλλ. bradysphygmie (ελλ. βραδυσφυγμία), γαλλ. bradyphagie (ελλ. βραδυφαγία), γαλλ. bradyphasie (ελλ. βραδυφασία)].
Dictionary of Greek. 2013.