βραδυ-

βραδυ-
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ
αρχ.
βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής
νεοελλ.
βραδύπλους
2. Αυτό που γίνεται ή που κάνει κανείς αργά, με βραδύτητα. Πρβλ. αρχ. βραδυδινής, βραδυθάνατος
(αρχ. -μσν.) βραδυπόρος
νεοελλ.
βραδυκαής, βραδύκαυστος, βραδύπηκτος, βραδυφλεγής, βραδύφλεκτος
3. Τη δυσκολία να γίνει αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό. Πρβλ. βραδύγλωσσος, βραδύνους, βραδύπεπτος, βραδύπνους
αρχ.
βραδυλαλώ, βραδυστομώ
νεοελλ.
βραδύλαλος
4. Αυτό που γίνεται ή που κάνει κανείς μετά από πολύ χρόνο, αργά. Πρβλ. αρχ. βραδύκαρπος, βραδυτόκος. Το βραδυ- χρησιμεύει επίσης στον σχηματισμό όρων της ξένης επιστημονικής ορολογίας. Πρβλ. γαλλ. bradyglossie (ελλ. βραδυγλωσσία), αγγλ. bradycardia, γαλλ. bradycardie, γερμ. Bradykardie (ελλ. βραδυκαρδία), γαλλ. bradylalie, γερμ. Bradylalie (ελλ. βραδυλαλία), γαλλ. bradyurie (ελλ. βραδυουρία), γαλλ. bradypnee, γερμ. Bradypnoe (ελλ. βραδύπνοια), γαλλ. bradysphygmie (ελλ. βραδυσφυγμία), γαλλ. bradyphagie (ελλ. βραδυφαγία), γαλλ. bradyphasie (ελλ. βραδυφασία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”